- πολιτικολόγος
- ο, η, Ναυτός που πολιτικολογεί, που συζητά διαρκώς για πολιτικά ζητήματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολιτικός + -λόγος*. Η λ., στον πληθ. πολιτικολόγοι μαρτυρείται από το 1851 στον Σ. Α. Κουμανούδη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολιτικολόγος — ο, η αυτός που πολιτικολογεί: Τούτος είναι ο πολιτικολόγος του χωριού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
πολιτικολογία — η, Ν αδιάκοπη και συχνά άσκοπη και ατελέσφορη συζήτηση γύρω από πολιτικά θέματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολιτικολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
πολιτικολογώ — έω, Ν μιλώ διαρκώς για πολιτική, μού αρέσει η πολιτικολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολιτικολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Σπ. Τρικούπη] … Dictionary of Greek